- ἐγκαταστηρίζω
- ἐγκαταστηρίζω 1 aor. ἐγκατεστήριξα (Cornutus 6 p. 7, 14) to fix firmly in, establish τί τινι the Logos in the hearts Dg 7:2.—DELG s.v. στηρίζω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.